- καζίκι
- το :
έπαθα ένα καζίκι — я потерпел фиаско
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έπαθα ένα καζίκι — я потерпел фиаско
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καζίκι — το 1. πάσσαλος, παλούκι 2. μτφ. δυσκολία, εμπόδιο, δυσάρεστη ή περίπλοκη υπόθεση («έπαθα ένα καζίκι» μού παρουσιάστηκε δυσάρεστο, μεγάλο εμπόδιο). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kazik] … Dictionary of Greek
καζίκι — το (λ. τουρκ.) 1. πάσσαλος, παλούκι. 2. μτφ., δυσκολία, εμπόδιο, μπερδεμένη υπόθεση: Αυτές οι εξετάσεις ήταν μεγάλο καζίκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καζικιά — η [καζίκι] χρηματική κυρίως ζημιά που επήλθε από δόλο, απάτη ή αισχροκέρδεια άλλου … Dictionary of Greek